μολυβής

μολυβής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μολυβής" в других словарях:

  • μολυβής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα του μολυβιού: Ο ουρανός ξαφνικά έγινε μολυβής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μολυβής — ιά, ί [μολύβι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού μολύβδου, μολυβδόχρωμος 2. το ουδ. ως ουσ. το μολυβί το χρώμα τού μολύβδου …   Dictionary of Greek

  • μολυβένιος — α, ο (Μ μολυβένιος, α, ο) [μολύβι] κατασκευασμένος από μόλυβδο, μολύβδινος νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού μολύβδου, μολυβής 2. το ουδ. ως ουσ. το μολυβένιο το μολυβί χρώμα …   Dictionary of Greek

  • μολυβρός — μολυβρός, ά, όν (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού μολύβδου, μολυβής, μολυβόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβος + κατάλ. ρός (πρβλ. αλυκ ρός)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»